ριφιφί

ριφιφί
το, Ν
άκλ. ειδικός τρόπος διάρρηξης και κλοπής, κατά τον οποίο οι διαρρήκτες σκάβουν υπόνομο που οδηγεί στον χώρο τον οποίο πρόκειται να ληστέψουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ντασέν, Ζιλ — (Jules Dassin, Μιντλτάουν, Κονέκτικατ 1911 –). Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός του κινηματογράφου. Αφού σκηνοθέτησε μερικά έργα στο θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο σκηνοθετώντας μια ταινία μικρού μήκους, βασισμένη σ’ ένα διήγημα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”